- οὐδαμινότης
- οὐδᾰμ-ῐνότης, ητος, ἡ,A worthlessness, Eust. 201.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουδαμινότης — οὐδαμινότης, ητος, ἡ (Α) [ουδαμινός] μηδαμινότητα … Dictionary of Greek
οὐδαμινότητος — οὐδαμινότης worthlessness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)